- συγκαμπή
- συγκαμπήbightfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαμπή — ἡ, Α [συγκάμπτω] 1. σύγκαμψις* 2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
συγκαμπαί — συγκαμπή bight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπήν — συγκαμπή bight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)